μεσοπλεύριος

μεσοπλεύριος
ος, ο[ν], μεσόπλευρος, η , ο[ν] анат. межрёберный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μεσοπλεύριος" в других словарях:

  • μεσοπλεύριος — α, ο, θηλ. και ος (Α μεσοπλεύριος, ον) αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στις πλευρές ή αυτός που αφορά στον χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στις πλευρές (α. «μεσοπλεύριος μυς» β. «μεσοπλεύρια αρτηρία» γ. «μεσοπλεύριο νεύρο» δ. «μεσοπλεύρια νευραλγία») αρχ …   Dictionary of Greek

  • μεσοπλεύριον — μεσοπλεύριος between the ribs masc/fem acc sg μεσοπλεύριος between the ribs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπλευρίοις — μεσοπλεύριος between the ribs masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπλευρίου — μεσοπλεύριος between the ribs masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπλευρίους — μεσοπλεύριος between the ribs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπλευρίων — μεσοπλεύριος between the ribs masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπλευρίῳ — μεσοπλεύριος between the ribs masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπλεύρια — μεσοπλεύριος between the ribs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπλεύριοι — μεσοπλεύριος between the ribs masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»